Τμημα Λογοθεραπειας

Λογοπαθολογικο Εργαστηριο Η/Υ

Λεξικό ορολογίας

A

   
accent
  1. προφορά 
  2. τονισμός
  1. Τοπική παραλλαγή προφοράς μιας γλώσσας που οφείλεται στη χρήση διαφορετικών τύπων φωνηέντων και συμφώνων καθώς και στα φωνολογικά και προσωδιακά πρότυπα που παράγει ο ομιλητής. Διακρίνεται από τη διάλεκτο. 
  2. Το μέρος της λέξης, φράσης ή πρότασης στο οποίο δίδεται αυξημένη ακουστότητα καθώς και μια αλλαγή στο πρότυπο του επιτονισμού.
accentuation τονισμός  
access unit μονάδα προσπέλασης Μία λογική υπό-μονάδα ενός συστήματος που διευκολύνει την τυχαία προσπέλαση 
acoustic cue ακουστικός γνώρισμα  
acoustic decoder ακουστικός αποκωδικοποιητής  
acoustic potential ακουστικό δυναμικό  
acoustical feedback ακουστική ανατροφοδότηση  
acoustic-phonetic ακουστοφωνητικός  
action potential δυναμικό δράσης  
adaptable προσαρμόσιμος  
adaptive προσαρμοστικός  
Adaptive Differential Pulse Code Modulation προσαρμοστική διαφορική παλμοκωδική διαμόρφωση  
adhesion σύμφυση  
adjectival noun επιθετικό ουσιαστικό  
adjective επίθετο  
adverb επίρρημα  
adverbial επιρρηματικός, -ή, -ό  
affine transform κηδεστής (συγγενής) μετασχηματισμός  
affricate προστριβές  
aliasing αλλοίωση, αναδίπλωση  το φαινόμενο της (πιθανής) φασματικής αλλοίωσης κατά την ψηφιοποίηση αναλογικών σημάτων
alignment στοίχιση, ευθυγράμμιση   
allocation διανομή, κατανομή   
allophone αλλόφωνο Ο συστηματικός διαφορετικός τρόπος εκφοράς ενός φωνήματος σε μια γλώσσα. 
allophonic αλλοφωνικός, -ή, -ό  
all-pole ολοπολικό  
alternative communication εναλλακτική επικοινωνία μέθοδοι επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται από πρόσωπα χωρίς καμιά φωνητική δυνατότητα 
alveoral φατνιακό  
ambient noise θόρυβος περιβάλλοντος  
ambiguity ασάφεια η ύπαρξη περισσοτέρων από μία αναπαράσταση ή σημασία 
ambiguous word αμφισβητούμενη ή αμφιλεγόμενη λέξη  
amplifier ενισχυτής  
analog transmission αναλογική μετάδοση  
anchor points ορμητήρια, σημεία εκκίνησης  
annotation σχολιασμός, χαρακτηρισμός  
anti-aliasing αντι-αλλοίωση, αντι-αναδίπλωση τεχνική (συνήθως φίλτρο) που εμποδίζει το φαινόμενο της (πιθανής) φασματικής αλλοίωσης κατά την ψηφιοποίηση αναλογικών σημάτων
anticorrelation αντισυσχετισμός  
anti-phased signal σήμα αντίθετης φάσης  
arbitrary gain αυθαίρετο κέρδος  
archiving αρχειοθέτηση Συνήθως αρχειοθέτηση δεδομένων που φυλάσσονται για ιστορικούς λόγους ή για λόγους ασφαλείας. Πολλές φορές τα ιστορικά αρχεία φυλάσσονται σε ειδικό χώρο, μακριά από τον υπολογιστή.
area function συνάρτηση επιφανείας  
artefact   παραλλαγή του artifact
articulation άρθρωση  
articulator αρθρωτής  
articulatory  αρθρωτικός, -ή, -ό   
artifact τέχνημα Αντικείμενο που κατασκευάζεται ή διαμορφώνεται και που έχει αναγνωρισμένη χρήση.
aspiration δασύτητα  
assessment εκτίμηση  
Asynchronous Transfer Mode Ασύγχρονος Τρόπος Μετάδοσης  
attack time χρόνος δράσης, χρόνος διαδικασίας  
attenuation εξασθένηση  
audibility ακουστικότητα Η ικανότητα για τη μετάδοση ήχων.
audible ακουστός, -ή, -ό Που μπορεί να ακουστεί.
audiogram ακουόγραμμα ή ακοόγραμμα Διάγραμμα απεικόνισης της ακουστικής ικανότητας του ατόμου.
audiomertic ακουομετρικός, -ή, -ό Που προκύπτει από τον προσδιορισμό με ειδικά όργανα του εύρους της ακουστικής ικανότητας του αυτιού.
auditory ακουστικός,, -ή, -ό Της ακοής. Ο σχετικός με την ακοή
auditory meatus ακουστικό κανάλι  
auditory nerve ακουστικό νεύρο  
augmentative communication επαυξητική επικοινωνία η χρήση βοηθημάτων ή τεχνικών που ενισχύουν ή συμπληρώνουν τις υπάρχουσες φωνητικές ή προφορικές δεξιότητες
augmented transition network grammars γραμματικές επαυξημένου δικτύου μεταπτώσεων  
aural ωτικός  
autocorrelation αυτοσυσχέτιση  
Automatic Speech Recognition αυτόματη αναγνώριση ομιλίας   
autoregressive αυτοπαλινδρόμιση  
auxiliary  βοηθητικός, -ή, -ό  
average word branching factor μέσος παράγοντας διακλάδωσης λέξης  μέσος παράγοντας διακλάδωσης λέξης κατά την αναγνώριση λέξεων όταν η αναγνώριση βασίζεται σε ένα μοντέλο γλώσσας, ή η ποσότητα που εκφράζει τη μέση δυσκολία ή αβεβαιότητα αναγνώρισης λέξεων [δες και perplexity] 
     

B
   
babble βοή Αναρθρη δυνατή φωνή, βουητό.
back vowel οπίσθιο φωνήεν   
backchannel οπισθοκανάλι Κανάλι επιστροφής
background noise θόρυβος υποβάθρου  
background speech ομιλία υποβάθρου  
back-propagation οπισθοδιάδοση  Διάδοση προς τα πίσω.
backup εφεδρεία  
backwards compatibility αναδρομική συμβατότητα  
band ζώνη (συχνοτήτων) Περιοχή συχνοτήτων.
bandpass ζωνοπερατό, διέλευσης ζώνης  
bandwidth εύρος ζώνης  
bank-of-filters δες filter bank  
barge-in απρόσκλητη διακοπή  
Bark   κλίμακα ύψους ήχου που αναπαριστά το ψυχοφυσικό ισοδύναμο της συχνότητας
baseband βασική ζώνη  
baseform βασική φόρμα  
basilar crest βασική ακρολοφία  
basilar membrane βασική μεμβράνη  
basillar cells βασικά κύτταρα  
bass tones βαθύτονος  
beam search algorithm αλγόριθμος αναζήτησης δέσμης  
beat κτύπος, ρυθμικός κτύπος Ακουστικός ρυθμικά επαναλαμβανόμενος ήχος.
benchmark  δοκιμασία επιδόσεων  
best match καλύτερο ταίριασμα  
best path καλύτερη διαδρομή, καλύτερο μονοπάτι  
bilabial διχειλικό  
bilateral  αμφίπλευρος, -η, -ο  
bilingual δίγλωσσος  
binaural διπλοωτικός Και με τα δύο αφτιά.
bisection  διχοτομημένος, -η, -ο  
blood vessel αιμοφόρο αγγείο  
boolean query formulation δυαδική διατύπωση επερωτήσεων  
bottom-up από το ειδικό στο γενικό  
bracketing structure παρενθετική δομή  
brain εγκέφαλος  
branching factor παράγοντας διακλάδωσης  
breathy voice ψιθυριστή φωνή   
buccal cavity δες oral cavity  
buffer ενδιάμεση μνήμη  
burst ριπή  
burst errors καταιγιστικά σφάλματα  
     

C
   
cardinal vowel πρωτεύοντα, κύρια φωνήεντα   
cardioid καρδιοειδής  
cascade διαδοχικός, σε σειρά  
cascade configuration διάταξη σε σειρά  
central vowel κεντρικό φωνήεν  
cepstra σάφματα πληθ. του cepstrum
cepstral σαφματικός, -ή, ό Tο αποτέλεσμα του μετασχηματισμού Fourier του λογαριθμικού φάσματος.
cepstral smoothing  λείανση με σάφμα  Eφαρμογή της μεθόδου cepstrum για φασματική λείανση, δες και ομομορφική επεξεργασία 
cepstrum σάφμα Tο αποτέλεσμα του μετασχηματισμού Fourier του λογαρίθμου ενός φάσματος. Σχηματίζεται από αναγραμ-ματισμό της λέξης φάσμα (όπως η λέξη cepstrum από την spectrum).
channel κανάλι  
chart διάγραμμα  
cineradiographic κινηματοραδιογραφικός, -ή, ό  
classifier ταξινομητής  
clipping ψαλιδισμός, ψαλίδιση  
close κλειστό  
close-mid ημίκλειστο  
cluster δέσμη ομοειδών, συστάδα  
clustering συσταδοποίηση  
coarticulation συνάρθρωση  
cochlea κοχλίας (αυτιού)  
cochlear duct κοχλιακός πόρος  
cochlear implant κοχλιακό εμφύτευμα  
coda κατακλείδα το τέλος της εκφώνησης μιας πρότασης
Code Excited Linear Prediction κωδικοδιεγειρόμενη γραμμμική πρόβλεψη  
code word κωδικολέξη Παράμετρος εισόδου μιας διαδικασίας ανυσματικής κβάντισης που αντιπροσωπεύει ένα σύνολο από ανύσματα (π.χ. ένα σύνολο φασματικών συνιστωσών).
codebook κωδικολεξικό, κωδικοβιβλίο λεξικό κωδικολέξεων
CODEC δες COder-DECoder  
coder κωδικοποιητής  
COder-DECoder κωδικοποιητής-αποκωδικοποιητής εν συντομία CODEC
cognitive γνωστικός  
coherence συμφωνία  
coherence function συνάρτηση συνοχής  
cohesion συνάφεια, συνειρμός, συνεκτικότητα  
comb filter φίλτρο χτένας  
common channel signalling σηματοδοσία κοινού καναλιού  
companding συμπίεση   
compensation αποζημίωση, συμψηφισμός  
compound σύνθετος, -η, -ο  
Computer-Aided Design σχεδιασμός υποβοηθούμενος από υπολογιστή  
concatenation συρραφή  
concordance generator γεννήτρια πινάκων συμφραζομένων  
confusable word συγκεχυμένη λέξη  
confusion matrix πίνακας σύγχυσης  
conjunctive particle συζευκτικό μόριο  
connected word recognition αναγνώριση συνδεδεμένων λέξεων  
connective tissue συνδετικός ιστός  
consonant σύμφωνο  
Constant Bit Rate  σταθερή ροή δυαδικών ψηφίων  
constituent συνιστώσα, συστατικό  
constriction σύσφιξη  
content word λέξη ουσιώδους έννοιας  
context περιβάλλον, πλαίσιο, συναφής έννοια  
context-independent ανεξάρτητο των συναφών εννοιών  
context-sensitive  ευαίσθητο από τις συναφείς έννοιες   
contextual συμφραζόμενα  
continuous speech συνεχής ομιλία  
contour ισοπληθής (καμπύλη)  
contour spectrogram φασματογράφημα ισοϋψών  
contrast αντιπαραβάλλω, αντίθεση  
convergent συγκλίνων  
convolution συγκερασμός  
co-occurrence συνεμφάνιση, συνύπαρξη  
corpora συλλογές ηχογραφήσεων ή κειμένων, σώματα κειμένων πληθυντικός του corpus
corpus σώμα υλικού ή κειμένων συλλογή ηχογραφήσεων ή κειμένων
correlation συσχέτιση  
coupling σύζευξη  
covariance συνδιακύμανση  
creaky voice τρεμουλιαστή  
critical bands κρίσιμες ζώνες  
crossover διασταύρωση  
cue γνώρισμα  
cue phrase εναρκτική φράση  
cutoff αποκοπή  
     

D
   
data acquisition  συλλογή δεδομένων  
data compression συμπίεση δεδομένων  
data entry εισαγωγή δεδομένων  
declarative κατηγορηματικός  
declination απόκλιση  
decoder αποκωδικοποιητής  
de-emphasis αποέμφαση  
default προεπιλεγμένος, -η, -ο  
dental οδοντικό  
deployment ανάπτυξη  
diaphragm διάφραγμα   
dictation υπαγόρευση  
difference limen όριο διαφοράς δες just noticeable difference 
diffraction περίθλαση  
digit triple τριάδα ψηφίων π.χ. "έξι μηδέν τρία"
digit word λέξη ψηφίου π.χ. ‘"έξι" 
digital feedback suppression καταστολή με ψηφιακή ανατροφοδότηση  
digital signal processor επεξεργαστής ψηφιακού σήματος  
digital transmission ψηφιακή μετάδοση  
diphoneme διφώνημα  
directional κατευθυντικός  
discourse λόγος, ομιλία  συνεχής εκφώνηση κατά την οποία παρουσιάζονται περισσότερες από μία προτάσεις 
discourse analysis ανάλυση λόγου ανάλυση γλωσσολογικών μονάδων μεγαλυτέρων από μία πρόταση
discriminant analysis διακριτική ανάλυση  
discrimination function συνάρτηση διάκρισης  
discriminator διευκρινιστής  
disorder διαταραχή  
distance metric μετρική απόσταση  
distinction διάκριση  
distortion παραμόρφωση  
document έγγραφο, τεκμήριο  
double-sided spectrum  φάσμα διπλής όψης  
drain διοχετεύω, απομακρύνω  
duration διάρκεια  
durational effect αποτέλεσμα/ επίδραση διάρκειας  
dynamic allocation δυναμική κατανομή  
dynamic programming δυναμικός προγραμματισμός  
dynamic range δυναμική περιοχή  
Dynamic Time Warping δυναμική χρονική στρέβλωση  
dysarthria δυσαρθρία  
dysfluent δύστοκος όχι ευφράδης
dysphonia δυσφωνία δυσλειτουργία στην αναπνοή, τον μουσικό τόνο ή την ένταση που επηρεάζει την ομιλία και που μπορεί να έχει οργανική, ψυχογενητική αιτιολογία ή αιτιολογία συμπεριφοράς 
     

E
   
ear canal ακουστικό κανάλι  
eardrum ακουστικό τύμπανο  
echo cancelation ακύρωση ηχούς  
editing επέμβαση αλλαγή και διόρθωση ακουστικού αρχείου ή κειμένου
electret ηλεκτρίτης  
elementary stream στοιχειώδης ροή Μία ακολουθία δεδομένων που προέρχεται από ένα μόνο παραγωγό στο εκπεμπόμενο τερματικό mpeg-4 και τερματίζει σε ένα μόνο παραλήπτη.
emphasis έμφαση  
emphatic εμφαντικός, -ή, ό  
encoder κωδικοποιητής  
endpoint άκρο  
endpoint detection αναζήτηση άκρων  
end-user τελικός χρήστης  
enhance εμπλουτίζω  
enhancement δες speech enhancement  
enrollment εγγραφή  
envelope περιβάλλουσα  
epiglottis επιγλωττίδα  
ergotic εργοδικό  
expert systems έμπειρα συστήματα  
explosive εκπνοϊκό  
extralinguistic εξωγλωσσικός  
extraneous speech άσχετη ή πλεονάζουσα ομιλία   
extrinsic εξωγενής  
eystachian tybe ευσταχιανή σάλπιγγα  
     

F
   
facial cues γνωρίσματα προσώπου  
factor analysis ανάλυση σε παράγοντες  
fading μαρασμός  
fallback υποχωρώ, φυλάω  
fast matching  γρήγορο ταίριασμα  
feature χαρακτηριστικό  Χαρακτηριστικό μέγεθος, χαρακτηριστική ποσότητα.
feature extractor εξολκέας χαρακτηριστικού Εξαγωγέας χαρακτηριστικών μεγεθών
feature vector άνυσμα χαρακτηριστικών  
feedback cancellation ακύρωση ανατροφοδότησης  
feed-forward εμπροσθοτροφοδοτούμενο  Τροφοδοτούμενο από εμπρός
filter bank τράπεζα φίλτρων  σύνολο ζωνοπερατών φίλτρων που καλύπτουν μια ζώνη συχνοτήτων [αναφέρεται και ως bank-of-filters]
final particle τελικό μόριο  
fine spectral structure λεπτή φασματική δομή  
finite state automaton αυτόματο πεπερασμένων καταστάσεων  
finite-state grammars γραμματικές πεπερασμένων καταστάσεων  
fitting προσαρμογή  
flap ακαριαία παλλόμενο ή ακαριαία παλμώδες  
flapped ακαριαία παλλόμενο ή ακαριαία παλμώδες  
fluctuation διακύμανση  
fluent ευφράδης  
focal κεντρικός, εστιακός  
foot
  1. πόδι, άκρον
  2. μέτρο
Μέτρο: όρος της μουσικής που έχει να κάνει με τον ρυθμό.
formant φωνοσυντονισμός Χαρακτηριστικοί συντονισμοί της φωνητικής οδού.
formant trajectory τροχιά formant χρονική μεταβολή των τιμών ενός formant 
forward πρόδρομος, εμπρόσθιος  
frame πλαίσιο  
freestanding adjectives ανεξάρτητα επίθετα  
frequency συχνότητα  
frequency band ζώνη συχνοτήτων  
frequency cut συχνότητας αποκοπής  
frequency domain πεδίο συχνοτήτων  
frequency response απόκριση συχνότητας  
frication τυρβωποίηση  
fricative τυρβώδες, εξακολουθητικό, δασύ /f/, /x/, /s/ κλπ
friction  προστριβή  
front  εμπρόσθιο  
front-end processor μετωπικός επεξεργαστής   
full text πλήρες κείμενο  
function word λειτουργική λέξη   
fundamental frequency θεμελιώδης ή βασική συχνότητα ο ρυθμός ταλάντωσης των φωνητικών χορδών κατά την παραγωγή φωνής. Στην περίπτωση που η ταλάντωση αυτή θεωρείται περιοδική, η φασματική συνιστώσα με τη χαμηλότερη τιμή, πολλαπλάσια της οποίας είναι κάθε άλλη συνιστώσα ενός σύνθετου ήχου. 
     

G
   
gain απολαβή, κέρδος  
gang cell γαγγλιακό κύτταρο  
ganglion γάγγλιο  
gist ουσία  Τα κύρια σημεία μιας συζήτησης.
glottal γλωττιδικό  
glottal fry δες creak   
glottis γλωττίδα το άνοιγμα των φωνητικών χορδών
grammar γραμματική  
graphemic γραφημικός  
group ομάδα  
grouping ομαδοποίηση  
guardband προστατευτική ζώνη  
     

H
   
handling delay καθυστέρηση χειρισμού  
handset χειροσυσκευή  
hand-tagged χειροκίνητο σημάδεμα Δηλαδή σημάδεμα όχι με κάποιον αλγόριθμο.
hardware υλικό  
hatched διαγραμμισμένος  
head κεφαλή  Κάθε γλωσσική φράση περιέχει ένα ειδικό χαρακτηριστικό που καλείται "κεφαλή" και η οποία αποτελεί το κεντρικό, χαρακτηριστικό και υποχρεωτικό συστατικό της φράσης αυτής (π.χ. μια σύνθεση λέξεων μπορεί να θεωρηθεί ως ρηματική φράση μόνο αν περιέχει και ένα ρήμα που είναι η κεφαλή της φράσης αυτής). 
headset ακουστικό κεφαλής  Ακουστικό κεφαλής με ενσωματωμένο μικρόφωνο.
hearing impaired person άτομο με εξασθένηση ακοής  
Hidden Markov Model κρυφό μοντέλο Μarkov  
High Fidelity υψηλή πιστότητα  
high-cut filter φίλτρο αποκοπής υψηλών συχνοτήτων  
high-pass filter υψιπερατό φίλτρο Φίλτρο διέλευσης υψηλών συχνοτήτων.
hoarse voice  βραχνή φωνή  
homogeneus substance ομογενής ουσία  
homomorphic ομομορφικός μη γραμμική τεχνική επεξεργασίας σήματος που βασίζεται στη γενικευμένη αρχή της υπέρθεσης που χαρακτηρίζει τα γραμμικά συστήματα. Η τεχνική αυτή μπορεί να διαχωρίζει σήματα που έχουν προέλθει από πολλαπλασιασμό ή συνέλιξη 
human factors ανθρώπινοι παράγοντες  
     

I
   
identification ταυτοποίηση  
idle channel  ανενεργό κανάλι   
implosive εισπνοϊκό  
impulse  κρουστικός παλμός  
impulse response κρουστική απόκριση  
impulse train συρμός κρουστικών παλμών   
incus άκμωνας  
indexer generator γενήτρια ευρετηρίων  
information access πρόσβαση πληροφοριών  
information retrieval ανάκτηση πληροφοριών  
inlet στόμιο εισαγωγής  
inner phalangear cells έσω φαλαγγικά κύτταρα  
inner tunnel  εσωτερική σύραγγα  
inspiration εισπνοή  
intelligibility κατανοητότητα, καταληπτότητα  
intelligible κατανοητός  
intensity ένταση, ηχηρότητα  
intention πρόθεση, σκοπός  
interaction αλληλεπίδραση  
interaural διαωτικός Μεταξύ των δύο αυτιών.
interdental μεσοδοντικό  
interface διεπαφή  
interference παρεμβολή  
interleave εναλλάσσω Παρέχω εναλλακτικά τους πόρους ενός συστήματος σε ένα σύνολο διεργασιών.
inter-lexical διαλεξικός, -ή, -ό Μεταξύ των λέξεων.
inter-perceptual center group ομάδα διαντιληπτικού κέντρου Μια γνήσια ρυθμική μονάδα η οποία περιορίζεται από προεξέχοντα ακουστικά γεγονότα.
inter-perceptual center interval διάστημα διαντιληπτικού κέντρου  
inter-speaker μεταξύ των ομιλητών  
intervening εμβόλιμος  
inter-vocalic onset group ομάδα διαφωνηεντικής έναρξης  
intonation επιτονισμός  
intonation languages επιτονικές γλώσσες  γλώσσες στις οποίες ο μουσικός τόνος χρησιμοποιείται για να δηλώσει συντακτικές ή/ και σημασιολογικές διαφοροποιήσεις σε επίπεδο φράσης ή πρότασης 
intonational επιτονισμένος  
intrasegmental ενδοτμηματικός  
intra-speaker του ίδιου του ομιλητή  Οι διαφορετικοί τρόποι ομιλίας του ίδιου φωνήματος ή της ίδιας αλληλουχίας φωνημάτων από τον ίδιο ομιλητή.
intrinsic ενδογενής  
Isolated Word Recognition αναγνώριση μεμονωμένων λέξεων  
isomorphic ισομορφικός, -ή, ό  
iterative  επαναληπτικός, -ή, ό  
     

J
   
jammer παρεμβολέας Παρεμβολή παρασίτων.
jaw σιαγόνα, σαγόνι, γνάθος  
jitter τρεμόπαιγμα  
juncture 1) σύνδεση, 2) συνήχηση   
just noticeable difference μόλις διακρίσιμη διαφορά η διαφορά ακουστικής στάθμης ή η διαφορά συχνότητας που μπορεί να αναγνωριστεί από έναν ακροατή με αβεβαιότητα 50% 
     

K
   
keystroke πληκτρολόγηση  
key-word generator γεννήτρια λέξεων κλειδιών  
     

L
   
label ετικέτα  
labelling επισημείωση, επίσημα   
labial χειλικό  
labialization στρογγυλοποίηση, χειλοποίηση  
labiontantal χειλοδοντικό  
laryngo-phonatory reflex λαρυγγοφωνητικό αντανακλαστικό  
larynx λάρυγγας το μέρος της φωνητικής οδού αμέσως μετά τις φωνητικές χορδές στο οποίο ταλαντώνονται οι φωνητικές χορδές
lateral πλευρικό  
lax vowel χαλαρό φωνήεν  
lesions κακώσεις  
lexemes λεξήματα δες morphemes
lexical λεξικός, -ή, -ό Ο σχετικός με τις λέξεις.
lexical semantics λεξιική σημασιολογία  
lexical words λεξικά λεγόμενα

/κυρίως λέξεις

Οι λέξεις που εκφράζουν κάποιο νόημα (αυτόνομα) και από τις οποίες εξαρτώνται άλλα δευτερεύοντα τμήματα του λόγου.
liftering δες cepstral smoothing  
ligament σύνδεσμος  
likelihood πιθανοφάνεια  
Linear Predective Coding κωδικοποίηση γραμμικής πρόβλεψης  
linguistic
  1. γλωσσικός 
  2. γλωσσολογικός
 
linguistic constrains γλωσσικοί περιορισμοί  
linguistic decoder γλωσσικός αποκωδικοποιητής  
lip opening άνοιγμα χειλιών  
lip protrusion προεξοχή χειλιών  
liquid υγρό  
Local Area Network δίκτυο τοπικής περιοχής  
log spectrum λογαριθμικό φάσμα Φασματική αναπαράσταση στην οποία ο κατακόρυφος άξονας εκφράζεται σε λογαριθμική κλίμακα.
logatom λογάτομο Ομιλία από ένα συγκεκριμένο άτομο.
loss-less χωρίς απώλειες  
loudness ακουστότητα Το χαρακτηριστικό γνώρισμα με το οποίο καταλαβαίνουμε αν ένας ήχος είναι ισχυρός ή ασθενής ή το μέγεθος του προκαλούμενου ακουστικού αισθήματος.
loudspeaker μεγάφωνο  
low-cut filter φίλτρο αποκοπής χαμηλών συχνοτήτων  
low-pass filter βαθυπερατό φίλτρο

 

Φίλτρο διέλευσης ζώνης χαμηλών συχνοτήτων.
     

M
   
machine translation μηχανική μετάφραση  
magnitude ένταση, ποσότητα  
malleus σφύρα  
malleus σφύρα  
mandible  δες jaw  
manifestation εκδήλωση  
manner of articulation τρόπος άρθρωσης οι διαφορετικοί τρόποι μετακίνησης των αρθρωτών
manual εγχειρίδιο χρήσης  
map απεικόνιση, αντιστοίχηση  
mapping απεικόνιση  
mapping function συνάρτηση απεικόνισης  
mapping function συνάρτηση απεικόνισης  
masked threshold κατώφλι απόκρυψης  
maskee (απο)κρυμμένο σήμα  
masker επικαλυπτής Το σήμα που αποκρύβει ένα άλλο σήμα.
masking απόκρυψη, επικάλυψη Ηκατάσταση κατά την οποία η παρουσία ενός ήχου καθιστά αδύνατο το άκουσμα ενός άλλου ήχου.
masking threshold κατώφλι απόκρυψης  
matching ταίριασμα  
Maximum-Likelihood Algorithm αλγόριθμος μέγιστης πιθανοφάνειας  
Mean Opinion Test δοκιμασία μέσης γνώμης  
mean-square error μέσο τετραγωνικό σφάλμα  
mel   Μονάδα της αντίστοιχης μη γραμμικής κλίμακας που αναπαριστά την υποκειμενική κλίμακα αντίληψης του ύψους των ήχων από το αυτί του ανθρώπου.
menu κατάλογος επιλογής  
microphone μικρόφωνο  
microprosody μικροπροσωδία  
middle ear cavity μέση κοιλότητα αυτιού  
middle ear ossicle οστάριο μέσου αυτιού  
minimum phase ελάχιστη φάση Ολοι οι πόλοι και τα μηδενικά είναι εντός του μοναδιαίου κύκλου στο z-επίπεδο.
mismatched conditions μη ταιριαστές συνθήκες  
mixing μίξη  
modal υποθετικός  
modal particle εγκλιτικό μόριο  
modality κύρια αίσθηση  
modality of a sentence φόρμα μιας πρότασης  
mode τρόπος λειτουργίας  
model μοντέλο  
modem διαμορφωτής/αποδιαμορφωτής  
modifier τροποποιητής  
modulation διαμόρφωση πχ. ΑΜ και FM
monotonicity μονοτονικότητα  
morpheme μόρφημα H μικρότερη λεκτική μονάδα που παράγει νόημα. Tο μορφολογικό εκείνο τμήμα της γλώσσας που αποδίδει κάποιο νόημα και που δεν μπορεί να χωριστεί σε περαιτέρω τμήματα. Ένα μόρφημα διαχωρίζεται βάσει των λειτουργιών του μέσα στο γλωσσολογικό σύστημα.
morphology μορφολογία Μέρος της γραμματικής που εξετάζει τις μεταβολές των λέξεων.
multichannel πολυκαναλικός  
multimedia πολυμέσα  
multitasking πολυδιεργασία  
murmur μουρμουρητό, ψιθύρισμα συνώνυμο του whispering
muscular μυϊκός  
musculature μυϊκό σύστημα  
myelin sheath περίβλημα (έλυτρο) μυελίνης  
     

N
   
narrative αφηγηματικός  
nasal έρρινος, -η, -ο  
nasal cavity ρινική κοιλότητα  
nasal tract ρινική οδός αρχίζει από τη σταμφύλη και τελειώνει στους ρώθωνες 
nasal vowel έρρινο φωνήεν  
nasalization ερρινοποίηση  
navigation πλοήγηση  
nerve fibers νευρικές ίνες  
neural  νευρωνικός, -ή, ό  
neural network νευρωνικό δίκτυο  
neuroma νεύρωμα  
neutral phrasing ουδέτερη φρασεολογία  
neutral vowel ουδέτερο φωνήεν ένας ήχος φωνήεντος που δεν παράγεται στο εμπρόσθιο, οπίσθιο, υψηλό ή χαμηλό μέρος του στόματος αλλά στο κέντρο του και είναι γνωστό ως shwa ή schwa [“]
noise reduction  μείωση θορύβου Τεχνικές που μειώνουν ή απαλείφουν τις αρνητικές επιπτώσεις του θορύβου περιβάλλοντος σε ένα σύστημα αναγνώρισης ομιλίας.
noise shaping σχηματοποίηση-μορφοποίηση θορύβου  
nominal noun ονομαστικό ουσιαστικό  
nominalization ονοματοποίηση Τροπή σε όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο) μιας λέξης που ανήκει σε άλλο μέρος του λόγου.
non-round vowel  μη στρογγυλό φωνήεν  
normalization κανονικοποίηση  
nostrils ρουθούνια  
notch οδόντωμα, εγκοπή  
notch filter φίλτρο αποκοπής ζώνης  
noun ουσιαστικό  
noun phrase ουσιαστική φράση Που έχει ως κύριο συστατικό το ουσιαστικό και γύρω από αυτό δομούνται τα υπόλοιπα τμήματα του λόγου π.χ. αντωνυμίες, επίθετα κ.τ.λ.
nuclei πυρήνες πληθ. του nucleus
nucleus  πυρήνας  
     

O
   
octave οκτάβα  
offset time χρόνος αρχικής μετατώπισης  
omnidirectional μη κατευθυντικός  
onomatopoeia ονοματοποιία Σχηματισμός λέξεων με απομίμηση του φυσικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρονται, π.χ. γαύγισμα.. (Ο όρος ονοματοποίηση έχει άλλη έννοια, δες nominalization)
onomatopoetic ονοματοποίημένος Που σχηματίστηκε με ονοματοποιία.
onset εκκίνηση, έναρξη  
on-the-fly adaptation προσαρμογή εν λειτουργία  
open ανοικτό  
open-mid ημιανοικτό  
operator χειριστής   
optimization βελτιστοποίηση   
oral 
  1. προφορικός, 
  2. στοματικός
 
organ of Corti όργανο του Corti  
osseous spiral lamina οστεώδες σπειροειδές έλασμα  
otosclerosis ωτοσκλήρωση  
outer hair cells εξωτερικά τριχοειδή κύτταρα  
outer tunnel εξωτερική σήραγγα  
oval  ωοειδής, ελλειψοειδές  
oval window ελλειψοειδές παράθυρο  
overhead επιβάρυνση  
overlap επικάλυψη  
over-sampling υπερδιγματολειψία  
overshoot υπερύψωση (σήματος)  
oversteered υπεροδήγηση  
     

P
   
packetization πακετοποίηση  
padding συμπλήρωμα, παραγέμισμα  
pain limit όριο πόνου  
palatal ουρανικό  
palatalization ουρανικοποίηση  
palate ουρανίσκος  
paper documents έγγραφα τεκμήρια  
paralinguistic παραγλωσσολογικός  
parsing λεκτική ανάλυση  Συντακτική ανάλυση.
part of speech μέρος του λόγου  
particle μόριο  
passband ζώνη διέλευσης Περιοχή συχνοτήτων μέσα από την οποία μεταδίδεται ικανοποιητικά ένα σήμα.
pattern πρότυπο, μορφή  
pattern recognition αναγνώριση προτύπων,

αναγνώριση μορφών

 
pause παύση  
peak κορυφή, αιχμή  
perception αντίληψη  
perceptron νευρώνας Αλγοριθμική υλοποίηση βιολογικού νευρώνα.
perceptual νοήμων, με αντίληψη  
perceptual center κέντρο αντίληψης  
perceptual interpretation επεξήγηση με βάση την αντίληψη  
performance απόδοση, επίδοση  
perplexity περιπλοκή  ποσότητα που εκφράζει τη μέση δυσκολία ή αβεβαιότητα αναγνώρισης λέξεων, όταν η αναγνώριση βασίζεται σε ένα μοντέλο γλώσσας. Ονομάζεται και μέσος παράγοντας διακλάδωσης λέξης του μοντέλου γλώσσας [δες και average word branching factor]
personalizing the application  εξατομίκευση εφαρμογής  
pertrubed signal wavefront διαταραχή μετωπικού σήματος  
pharyngeal φαρυγγικό  
pharyngealization φαρυγγικοποίηση   
pharynx φάρυγγας το μέρος της φωνητικής οδού που συνδέει τον οισοφάγο με τη στοματική κοιλότητα
phon   μονάδα ακουστότητας 
phonation  φώνηση  αναφέρεται κύρια στην ταλάντωση των φωνητικών χορδών, αλλά μπορεί να περιλάβει όλους τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί ο φάρυγγας σαν πηγή ήχων [δες και voicing]
phone (φωνητικός) φθόγγος Μια συγκεκριμένη εκφώνηση ή μια συγκεκριμένη περίπτωση ενός φωνήματος.
phone-like unit μονάδα που μοιάζει με φθόγγο  
phoneme φώνημα Το φώνημα αποτελεί έναν ήχο αντίθεσης ή διάκρισης μεταξύ άλλων ήχων σε μια γλώσσα, ή φωνήματα είναι οι ήχοι που χρησιμοποιούνται σε μια γλώσσα για τη δημιουργία διαφορετικών λέξεων.
phonemic φθογγικός  
phonetic context φωνητικό πλαίσιο/ περιβάλλον  
phonetic transcription φωνητική μεταγραφή  
phonetics φωνητική  
phonological phrases φωνολογικές φράσεις  
phonology φωνολογία  
phonotactic φωνοτακτική κανόνες που επιτρέπουν τους δυνατούς συνδυασμούς των ήχων σε κάθε γλώσσα 
phrasing φρασεολογία  
pillar of Corti κίονας του Corti συνώνυμο του rob of Corti
pinna ακουστικό πτερύγιο  
pitch μουσικός τόνος, ύψος ήχου Πως ένας ακροατής αντιλαμβάνεται αν ένας ήχος είναι χαμηλός (βαθύς) ή υψηλός (οξύς) με βάση μια υποκειμενική κλίμακα ύψους, χωρίς δηλαδή να λαμβάνει υπόψη του τις φυσικές ιδιότητες του ήχου. Ακουστικά συσχετίζεται με τη βασική συχνότητα ή τη θεμελιώδη περίοδο της ομιλίας.
pixel  στοιχείο απεικόνισης  
place of articulation θέση άρθρωσης  
plausible εύλογο  
playback αναπαραγωγή  
plosive κλειστό μη έρρινο  
postalveoral μεταφατνιακό  
postfilter μεταφίλτρο  
post-posed που δομικά έπονται  
post-positional τοποθέτηση μετά  Τοποθέτηση μορίου ή λέξης μετά από κάτι.
post-verbal μεταρθρωτικός  
power spectrum φάσμα ισχύος  
predictor προβλεπτής  
prehead modifiers τροποποιητής πριν από την κεφαλή Προσδιορισμός πριν από την κεφαλή της φράσης. Το συστατικό εκείνο που περιορίζει το πού αναφέρεται η κεφαλή (δές λέξη κεφαλή).
prelinguist προγλωσσικό  
principal component analysis ανάλυση σε πρωτεύουσες 

συντεταγμένες 

 
production rules κανόνες παραγωγής  
pronoun αντωνυμία  
propagation delay καθυστέρηση μετάδοσης  
proper noun κύριο όνομα  
prosodic προσωδιακός  
prosodic constituent προσωδιακές συνιστώσες Τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν την προσωδία (δες και prosodic).
prosody προσωδία Μαζί, τα εξής χαρακτηριστικά του ήχου: μουσικός τόνος, διάρκεια, ένταση.
proximal syntax προσεγγιστική σύνταξη  
proximity effect φαινόμενο εγγύτητας  
psychoacoustician ψυχοακουστικός  Επιστήμονας της ψυχοακουστικής.
psycholinguistic ψυχογλωσσολογικός  
psycholinguistics ψυχογλωσσολογία  
psychophysicist ψυχοφυσικός Επιστήμονας της ψυχοφυσικής.
psycoacoustics ψυχοακουστική  
Public Switched Telephone Network δημόσιο δίκτυο τηλεφωνικής μεταγωγής  
pulse  παλμός  
Pulse Code Modulation παλμιοκωδική διαμόρφωση  
pus πύον   
     

Q
   
quality of service ποιότητα υπηρεσιών  
quantifier ποσοτικοποιητής  
quantization κβάντιση   
quasi- ψεύδο-  
quasi-sinusoidal ψευδοημιτονοειδές  οιονεί ημιτονοειδές, σαν ημιτονοειδές, κατά κάποιον τρόπο ημιτονοειδές
quasi-stationary ψευδοστατικός  
quefrequency   Μονάδα μέτρησης στον οριζόντιο άξονα του cepstrum.
     

R
   
radiation ακτινοβολία  
range reduction μείωση περιοχής  
reassambly επανασυγκόληση  
recall ανακαλώ  
recognizer αναγνωριστής  
recovery time χρόνος αποκατάστασης  
recruitment στρατολόγηση  
recursion αναδρομή  
recursive αναδρομικός  
recursive transition αναδρομική μετάπτωση  
redundancy πλεονασμός  
reference database  βάση δεδομένων αναφοράς  
reference model μοντέλο αναφοράς  
reference pattern  δες template  
register voice quality ο τρόπος τον οποίο χρησιμοποιούν οι άνθρωποι τις φωνητικές τους χορδές για να αλλάξουν τον τύπο της φωνής που μπορούν να παράγουν. Τέτοιοι τρόποι είναι οι breathy, creaky, hoarse voice και στο τραγούδι tenor, soprano, falsetto κ.α. Οι αλλαγές αυτές στην φωνή δημιουργούνται από μεταβολή στο πάχος, το μήκος ή το βαθμό σύσφιξης των φωνητικών χορδών. 
regularity κανονικότητα  
Reisner membrane μεμβράνη του Reisner  
release time χρόνος ελευθέρωσης  
remote control έλεγχος εξ αποστάσεως  
reset αλλαγή ένδειξης Mια αύξηση της Fo, κατά μέσον όρο υπολογιζόμενη σε μήκος δύο διαδοχικών τονικών φράσεων.
resident vocabulary εσωτερικό λεξιλόγιο  
residue υπόλοιπο  
resonance συντονισμός  
resonance peaks αιχμές συντονισμού  
resonant συντονισμένο  
resonator αντηχείο  
respiration αναπνοή  
restoration δες speech restoration  
reticular lamina πλεγματοειδής υμένας  
retrieval ανάκτηση  
retrocochlear οπισθοκοχλιακή  
retroflex ανακεκομμένο  
reverb αντήχηση   
reverberation time χρόνος αντήχησης  
rhythm ρυθμός  
rob of Corti κίονας του Corti συνώνυμο του pillar of Corti
robustness ευρωστεία, αντοχή  
robustness speech recognition εύρωστη αναγνώριση ομιλίας Η δυνατότητα ενός συστήματος αναγνώρισης ομιλίας να συμπεριφέρεται με ακρίβεια σε δύσκολες συνθήκες.
rotary περιστροφικός  
round vowel στρογγυλευμένο φωνήεν  
round window στρογγυλευμένο παράθυρο  
     

S
   
sagittal function τοξοειδής συνάρτηση  
salient acoustic event προεξέχων ακουστικό γεγονός  
sample δείγμα  
sample rate ρυθμός δειγματοληψίας  
sampler δειγματολήπτης  
sampling  δειγματοληψία  
scala tympani τυμπανική κοιλότητα   
scala vestibuli αιθουσαία κοιλότητα  
scalability ικανότητα για κλιμάκωση  
scaled projection algorithm αλγόριθμος κλιμακωτής προβολής  
scaling factor συντελεςτής κλίμακας  
schedule χρονοδρομολογώ καθορίζω τη σειρά εκτέλεσης των διεργασιών
scheduler  χρονοδρομολογητής  
schwa   Το φώνημα [ ]. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει γενικά ένα φωνήεν χωρίς τόνο, όταν αυτό γίνεται τονούμενο.
score βαθμολογία, αποτέλεσμα  
secreting epithelium εκκριτικό επιθήλιο  
segmentation κατάτμηση Διαδικασία που καθορίζει, που αρχίζει και που τελειώνει ένα φώνημα.
semantic σημασιολογικός  
semiotic  σημειωτικός  
semivowel ημίφωνο, ημιφωνήεν  
sensorineural νευροαισθητήριο  
sensory αισθητηριακός  
shift matching ταίριασμα ολίσθησης  
short-term βραχύχρονος  
short-time spectrogram φασματογράφημα βραχείας διάρκειας  
shwa δες schwa  
side robe πλευρικός λοβός  
silence detection ανίχνευση σιωπής  
silence supression καταστολή σιωπής   
simulcast ταυτόχρονη μετάδοση  
soft palate δες velum  
software λογισμικό  
sone   Μονάδα υποκειμενικής ακουστότητας.
sonorant ηχηρός Ηχοι που παράγονται χωρίς κανένα φράξιμο της φωνητικής οδού, όπως τα υγρά, έρρινα, και όσα πλευρικά παράγονται χωρίς έμφραξη.
sonority ηχηρότητα  
sound pressure ηχητική πίεση  
sound waves ηχητικά κύματα  
soundmap ακουστικός χάρτης, ακουστικό διάγραμμα  
source model μοντέλο πηγής  
spatial filtering  χωρικό φιλτράρισμα  
spatialization κατανομή χώρου  
speaker identification ταυτοποίηση ομιλητή  
speaker adaptation προσαρμογή ομιλητή Τεχνικές που προσπαθούν να τροποποιήσουν ένα σύνολο υποδειγμάτων σε ένα σύστημα αναγνώρισης ομιλίας ανεξάρτητης του ομιλητή, χρησιμοποιώντας νέα δεδομένα εκμάθησης από έναν συγκεκριμένο ομιλητή.
speaker adaptive προσαρμοζόμενο στον ομιλητή  
speaker dependent εξαρτημένος από τον ομιλητή  
speaker dependent recognition αναγνώριση εξαρτώμενη από τον ομιλητή  
speaker independent ανεξάρτητος από τον ομιλητή  
speaker independent recognition αναγνώριση ανεξάρτητη του ομιλητή  
speaking disability ανικανότητα ομιλίας Περιορισμός ή έλλειψη της ικανότητας ομιλίας σε σχέση με τη συνήθη ικανότητα ή στα όρια που αυτή θεωρείται κανονική.
spectra φάσματα πληθ. του spectrum
spectral peaks φασματικές κορυφές  
spectrogram φασματογράφημα  
spectrograph φασματογράφος Ειδική συσκευή παραγωγής φασματογραφημάτων.
spectrum φάσμα  
speech ομιλία 1. Η ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει. Η λαλιά, ότι ακούγεται όταν κάποιος μιλάει. Η ιδιαίτερη ακουστική εντύπωση από τη μιλιά. Η χρήση της παραπάνω ικανότητας ως μέσου έκφρασης ή συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων. 2. Η προφορική ανάπτυξη ενός θέματος μπροστά σε ακροατήριο.
speech aid βοήθημα ομιλίας επαυξητικά συστήματα που ενισχύουν ή συμπληρώνουν τις υπάρχουσες δεξιότητες ομιλίας ή που χρησιμοποιούνται εναλλακτικά για επικοινωνία από πρόσωπα χωρίς καμιά δυνατότητα ομιλίας
speech enhancement βελτίωση (ή ανάδειξη) ομιλίας επεξεργασία του σήματος ομιλίας πριν την ακρόασή του, με σκοπό τη βελτίωση ενός ή περισσοτέρων παραγόντων αντίληψης ομιλίας, όπως της συνολικής ποιότητας, της κατανοητότητας, του βαθμού κόπωσης ακροατή, κλπ
speech frame πλαίσιο ομιλίας  
speech front-end μετωπική ομιλία  
speech generation δημιουργία ομιλίας  
speech handicap μειονεξία ομιλίας  μειονέκτημα ομιλίας ως αποτέλεσμα εξασθένησης ή ανικανότητας που οριοθετεί ή εμποδίζει την εκπλήρωση του ρόλου της ομιλίας που θεωρείται ως κανονική 
speech impairment βλάβη ομιλίας απώλεια ή ανωμαλία στην ομιλία που οφείλεται σε φυσιολογικό ή ανατομικό ή λειτουργικό ή ψυχολογικό λόγο
speech impairment  ανικανότητα ομιλίας  
speech processing επεξεργασία ομιλίας  
speech rate ρυθμός ομιλίας  
speech recognition αναγνώριση ομιλίας  
speech restoration  αποκατάσταση ομιλίας επεξεργασία του σήματος ομιλίας που έχει υποστεί υποβιβασμό της ποιότητάς του, με σκοπό να καταστεί όσο το δυνατόν ίδιο με το αρχικό
speech synthesis σύνθεση ομιλίας  
speech visualization  οπτικοποίηση ομιλίας μέθοδοι και τεχνικές για την οπτική αναπαράσταση του σήματος ομιλίας (περιλαμβάνουν από το κοινό φασματογράφημα μέχρι τις χρονοσυχνοτικές κατανομές και τα μοντέλα ακρόασης)
spelling ορθογραφία Εκφώνηση των γραμμάτων από τα οποία αποτελείται μια λέξη.
spiral ελικοειδής  
spotting δες word spotting  
standard πρότυπο  
standard deviation τυπική απόκλιση  
standardization προτυποποίηση  
stapes αναβολέας  
state of the art ανώτατο επίπεδο τεχνικής, υψηλότερο επίπεδο επιστήμης  
stationary στατικό Στατιστικό μέγεθος του οποίου οι παράμετροι (πχ μέση τιμή, διασπορά κτλ) δεν μεταβάλλονται με τον χρόνο.
steady-state σταθερή κατάσταση  
stimulation διέγερση  
stimuli ερεθίσματα, διεγέρσεις  
stochastic στοχαστικός  
stop κλειστό, φραγμογενές  
stop consonant τελικό σύμφωνο  
stopband ζώνη αποκοπής περιοχή συχνοτήτων στην οποία δεν επιτρέπεται η μετάδοση ενός σήματος 
stress δυναμικός τόνος  
stress-timed languages γλώσσες δυναμικού τονισμού Γλώσσες στις οποίες αλλάζει το νόημα, όταν αλλάζει ο τονισμός.
stria vascularis αγγειακή ράβδωση  
stuttering τραυλισμός  
sub-band υποζώνη  
sub-glottal pressure υπογλωσσική πίεση   
subphonemic δες allophonic  
sub-word υπολέξη  
sulcus εγκεφαλική αύλακα Αυλάκι εγκεφαλικού φλοιού.
supersegmental υπερτμηματικός Εκτείνεται σε έναν αριθμό τμημάτων – δες και segmentation.
supervised learning εκμάθηση με επίβλεψη  
suppression καταστολή  
suprasegmental υπερτμηματικός Υποδηλώνει τα φωνητικά χαρακτηριστικά που αποτελούν το υπόβαθρο, και όχι τα ξεχωριστά τμήματα μιας λέξης ή μιας πρότασης όπως π.χ. δυναμικός τόνος (stress), επιτονισμός (intonation). δες και prosodic
syllabification συλλαβισμός  
syllable-timed languages συλλαβοχρονικές γλώσσες Γλώσσες στις οποίες το νόημα αλλάζει, όταν αλλάζει η διάρκεια της συλλαβής.
symbol σύμβολο  
synthesis σύνθεση   
     

T
   
tabulate συνοψίζω, ταξινομώ σε πίνακες  
tag γραμματικός χαρακτηρισμός / σημάδι  
tagging γραμματικός χαρακτηρισμός, σημάδεμα  
talker verification εξακρίβωση ομιλητή  
talking faces  ομιλούντα πρόσωπα συνθετικές, μη στατικές αναπαραστάσεις του προσώπου ενός ομιλητή στην οθόνη του υπολογιστή, οι οποίες συγχρονίζουν τις κινήσεις του κατά την παραγωγή συνθετικής ομιλίας 
tap  ακαριαία παλλόμενο, ακαριαία παλμώδες  
telephone banking  τηλεφωνικές τραπεζικές συναλλαγές  
template ίχνος  
template πρότυπο αναφοράς, ίχνος αντιπροσωπευτικό πρότυπο αναφοράς που χαρακτηρίζει τις παραλλαγές των εκφωνήσεων ήχων ομιλίας της ίδιας κλάσης ή ήχων με τα ίδια χαρακτηριστικά [αναφέρεται και ως reference pattern]
template adaptation προσαρμογή ίχνους τεχνικές που προσαρμόζουν τις τιμές των παραμέτρων του ίχνους σε αλλαγές του σήματος εισόδου (π.χ. νέο περιβάλλον ομιλίας, νέος ομιλητής), έτσι ώστε η αναγνώριση ομιλίας να μπορεί να αντιμετωπίζει σήματα ομιλίας που είναι κάπως διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εκμάθηση του υποδείγματος 
template matching ταίριασμα ιχνών διαδικασία μιας μεθόδου αναγνώρισης ομιλίας, κατά την οποία οι παράμετροι μιας άγνωστης εκφώνησης συγκρίνονται με τις αντίστοιχες παραμέτρους ενός συνόλου ιχνών που δημιουργήθηκαν μετά από εκμάθηση, για να διαπιστωθεί αν ταιριάζει η άγνωστη εκφώνηση με ένα μέλος του συνόλου των ιχνών 
template training εκμάθηση ιχνών  τεχνικές που επιτρέπουν τη δημιουργία ενός συνόλου ιχνών σε ένα σύστημα αναγνώρισης ομιλίας που βασίζεται στη μέθοδο “ταίριασμα ιχνών”
temporal χρονικός  
temporal alignment  χρονική ευθυγράμμιση  
temporal representation χρονική αναπαράσταση  
tense vowel  τεταμένο φωνήεν  
text κείμενο   
text alignment στοίχιση (ή ευθυγράμμιση) κειμένων   
text normalization κανονικοποίηση κειμένου  επεξεργασία κειμένου, πριν τη χρησιμοποίησή του ως εισόδου σε ένα συνθέτη ομιλίας [δες και text preprocessing]
text pre processing προεπεξεργασία κειμένου επεξεργασία κειμένου, πριν τη χρησιμοποίησή του ως εισόδου σε ένα συνθέτη ομιλίας [δες και text normalization]
text retrieval ανάκτηση κειμένου  
text-to-speech synthesis σύνθεση ομιλίας από κείμενο  
threshold of hearing κατώφλι ακοής  
throat  λαιμός το συνολικό μέρος του ανθρωπίνου σώματος που αντιστοιχεί στον φάρυγγα 
tilt κλίση  
time χρόνος  
time warping χρονική στρέβλωση παραμόρφωση ή διαστροφή της χρονικής κλίμακας
time window χρονικό παράθυρο  
time-frequency χρονοσυχνοτικός  
time-frequency χρονοσυχνοτικός  
time-varying χρονικά μεταβαλλόμενο  
token εκφώνηση  
tone τόνος (Στη γλωσσολογία) ο ιδιαίτερος τρόπος χρησιμοποίησης του μουσικού τόνου σε μια γλώσσα.
tone bursts ριπές τόνου  
tone languages τονικές γλώσσες γλώσσες στις οποίες χρησιμοποιείται ο μουσικός τόνος για να διαφοροποιήσει (αντιπαραβάλλει) μεμονωμένες λέξεις ή λεξικολογικά στοιχεία
tongue apex κορυφή της γλώσσας  
tongue body σώμα της γλώσσας, κορμός της γλώσσας  
tongue dorsum ραχιαίο μέρος γλώσσας  
top-down από το γενικό στο ειδικό  
total vocabulary ολικό λεξιλόγιο   
touch screen οθόνη αφής  
trachea τραχεία ο σωλήνας του ανθρωπίνου σώματος που αρχίζει από τους πνεύμονες και τελειώνει στις φωνητικές χορδές
tradeoff ανταλλαγή   
tradeoffs συμβιβαστικές ανταλλαγές  
transcription μεταγραφή  
transducer μετατροπέας ενέργειας  
transfer function συνάρτηση μεταφοράς  
transitions μεταπτώσεις π.χ. CV transitions: μεταπτώσεις από σύμφωνο σε φωνήεν. 
translation μετάφραση, διερμηνεία  
transliteration μεταγραφή Μεταγραφή με χρήση άλλου αλφαβήτου, π.χ. μετατροπή κειμένου σε διεθνές φωνητικό αλφάβητο
trill παλλόμενο διαρκές ή επαναληπτικά παλμώδες  
triphone τρίφθογγος Φωνητικός φθόγγος μέσα στα πλαίσια ενός προηγούμενο και ενός επόμενου φθόγγου
triphoneme τριφώνημα  
trunkey system ετοιμοπαράδοτο σύστημα Πλήρες σύστημα που παραδίδεται στον πελάτη με το κλειδί στο χέρι για άμεση χρήση και αποτελεί ολοκληρωμένη λύση για την κάλυψη των αναγκών του. συνώνυμο του turnkey
turbulent flow τυρβώδης ροή  
turnkey system ετοιμοπαράδοτο σύστημα Πλήρες σύστημα που παραδίδεται στον πελάτη με το κλειδί στο χέρι για άμεση χρήση και αποτελεί ολοκληρωμένη λύση για την κάλυψη των αναγκών του. συνώνυμο του trunkey
two-sided spectrum δες double-sided spectrum  
     

U
   
undulation κυμάτωση, κυματισμός  
unification grammar ενοποιητική γραμματική  
unround vowel μη στρογγυλό φωνήεν  
unvoiced δες voiceless  
upstream αντίθετα προς το ρεύμα  
utterance εκστόμιση, λεγόμενο  
uvular σταφυλικό  
     

V
   
variability μεταβλητότητα  
variable μεταβλητή  
variance διακύμανση  
variation παραλλαγή  
vector quantization ανυςματική (ή διανυσματική) κβάντιση   
velar υπερωικό  
velarization υπερωικοποίηση  
velum σταμφύλη μηχανισμός στο πίσω μέρος της στοματικής κοιλότητας που ανοιγοκλείνει και επιτρέπει την ακουστική σύζευξη της στοματικής με την ρινική κοιλότητα
verb ρήμα  
verb phrase ρηματική φράση Που έχει ως κύριο συστατικό το ρήμα και γύρω από αυτό δομούνται τα υπόλοιπα τμήματα του λόγου π.χ. αντωνυμίες, επίθετα κ.τ.λ.
verbal προφορικός  
verbal noun ρηματικό ουσιαστικό  
verbot προφορικό ρομπότ σύμπτυξη των λέξεων verbal robot
verification εξακρίβωση  
visual speech synthesis οπτική σύνθεση ομιλίας  
vocabulary λεξιλόγιο  
vocal cords φωνητικές χορδές συνώνυμο του vocal folds
vocal folds φωνητικές χορδές συνώνυμο του vocal cords
vocal fry δες creak   
vocal prostheses φωνητικό τεχνητό μέλος  
vocal tract φωνητική οδός αρχίζει από το άνοιγμα των φωνητικών χορδών ή την γλωττίδα και τελειώνει στα χείλη, περιλαμβάνει τον φάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα και έχει μέσο μήκος για τους άνδρες 17 cm
vocalic  του φωνήεντος  
VOCODER φωνοκωδικοποιητής  
voice φωνή Ο χαρακτηριστικός ήχος που παράγεται καθώς ο αέρας των πνευμόνων διέρχεται από τις φωνητικές χορδές και από τα όργανα της στοματικής και ρινικής κοιλότητας (ανθρώπων και ζώων). Η ικανότητα παραγωγής ήχων από τον άνθρωπο και τα ζώα.. Η ικανότητα να τραγουδάει κάποιος. 
voice bar φραγμός φωνής  μια μικρή ποσότητα ενέργειας χαμηλών συχνοτήτων που ακτινοβολείτε από τα τοιχώματα του φάρυγγα ή το λαιμό όταν υπάρχει πλήρης σύσφιγξη της φωνητικής οδού αλλά παρόλα αυτά πάλλονται οι φωνητικές χορδές
voice dialing φωνητική πληκτρολόγηση   
voice mail φωνητικό ταχυδρομείο  
voice mimic μίμηση φωνής Τεχνική που χρησιμοποιείται στην επεξεργασία ομιλίας κατά την οποία μεταφράζεται η ομιλία ενός ανθρώπου σε μία άλλη γλώσσα αλλά διατηρούνται από τον συνθέτη ομιλίας τα χαρακτηριστικά της φωνής του.
voice onset time χρόνος εκκίνησης φωνής το χρονικό διάστημα από τη στιγμή που οι αρθρωτές είναι ενωμένοι μέχρι να απελευθερωθούν πλήρως για να παράγουν έναν ήχο. Η καθυστέρηση αυτή παρατηρείται σε όλα τα κλειστά μη έρρινα εκτός από τα τελείως ηχηρά κλειστά 
voice over IP φωνή στο Πρωτόκολλο Ιnternet  
voice print φωνητικό αποτύπωμα   
voice processing επεξεργασία φωνής  
voice quality ποιότητα ομιλίας  
voiced ηχηρό, έμφωνο Ηχοι κατά την παραγωγή των οποίων πάλλονται οι φωνητικές χορδές, όπως οι [b, d, g, v, …].
voiceless άηχο, άφωνο Ηχοι κατά την παραγωγή των οποίων δεν πάλλονται οι φωνητικές χορδές, όπως οι [p, t, 

k, f, …]

voicing φώνηση  η διαδικασία παραγωγής των ηχηρών και των άηχων ήχων [δες και phonation]
volume ένταση   
volume velocity ταχύτητα όγκου ο ρυθμός ροής ενός μέσου μέσα από μια ορισμένη επιφάνεια που οφείλεται σ΄ένα ακουστικό κύμα. Μονάδα μέτρησης cm3/sec
vowel  φωνήεν  
vowel quality ποιότητα φωνήεντος  
vowel reduction πτώση φωνήεντος Η πτώση των φωνηέντων εξαιτίας άτονης προφοράς τους είτε στην αρχή, είτε στο τέλος μιας λέξης (π.χ. Απ' όλα, παρόλα αυτά). Σε κάποιες άλλες γλώσσες η φωνηεντική πτώση μπορεί να επέλθει ακόμα και στη μέση μιας λέξης (όπως στην Αγγλική γλώσσα, ιδιαίτερα σε σχέση με το φώνημα schwa [ ], όταν υπάρχει ακολουθία συμφώνου +/ / +/r/ +αδύναμου φωνήεντος.
     

W
   
wave κύμα  
waveform κυματομορφή  
waveform concatenation συρραφή κυματομορφών  
wavefront μετωπικό κύμα  
weighting στάθμιση  
weighting factor συντελεστής βαρύτητας  
whispering μουρμουρητό, ψιθύρισμα συνώνυμο του murmure
whispery voice δες murmur  
wide-band ευρείας ζώνης  
wide-band spectrogram φασματογράφημα ευρείας ζώνης  
window παράθυρο  
word λέξη   
word spotting στόχευση λέξεων ο εντοπισμός και η εξαγωγή μίας ή περισσοτέρων λέξεων στόχων που περιέχονται σε συνεχή ομιλία
     

Z
   
zero crossing διέλευση από το μηδέν